- χλωρ(ο)με(θα)ζανόνη
- η, Ν (φαρμ.) συνθετικό φάρμακο χρησιμοποιούμενο για τη χαλαρωτική του δράση σε περιπτώσεις επώδυνων μυϊκών συσπάσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chlormethazanone].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.